- δυσκαταποσία
- η (AM δυσκαταποσία)δυσκολία στην κατάποση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσκαταποσία — δυσκαταποσίᾱ , δυσκαταποσία difficulty of swallowing fem nom/voc/acc dual δυσκαταποσίᾱ , δυσκαταποσία difficulty of swallowing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαταποσίας — δυσκαταποσίᾱς , δυσκαταποσία difficulty of swallowing fem acc pl δυσκαταποσίᾱς , δυσκαταποσία difficulty of swallowing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνάγχη — Φλεγμονή του βλεννογόνου του λεμφικού δακτυλίου του φάρυγγα και ιδιαίτερα των αμυγδαλών. Οφείλεται σε ποικιλία μικροβίων (πυογόνοι κόκκοι, με κυριότερο τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο) και ιών (ο ιός Epstein Barr, που προκαλεί μεταξύ άλλων και τη… … Dictionary of Greek
λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… … Dictionary of Greek